- προσόψεως
- προσόψεω̆ς , πρόσοψιςappearancefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обличиѥ — ОБЛИЧИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Вид, облик: и твоѥго лица часто видѧщи. ѡ҃ца твоѥго подобьно ѡбличие. д҃шевноѥ истовоѥ || снабдѧщи. и великъ ѹвѣтъ и ѹтѣшение творѧщи. ПрЛ XIII, 68–69; силнѣ же опалѧѥм... || самѣмъ костемъ ѥго съхнѹтисѧ и ищезнѹти облiчью… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.). * * * και πυλεώνας, ο / πυλών και πυλεών, ῶνος, ΝΜΑ 1. μεγάλη εξωτερική πύλη, κύρια είσοδος μεγάρου, ναού, μονής,… … Dictionary of Greek